willing to
(English)
Frequency: 21
Translations:
- Ἑλληνική : ἐθέλω (3), θέλεις (1), θέλῃ (1), ἐθελήσῃ (1), ἐθέλει (3), ἐθελήσειε (1), θέλετε (1), βουλομένοις (1), ἠθέλησε (1), βούλομαι (1), ἐβούλετο (1), βουλόμενοι (2), βουλομένων (1), βούλωνται (1), ἐθέλοντας (1), ἐθέλοι (1)